- υδρόφις
- (-εως) η зоол, ластохвост
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρόφις — ο, Ν ζωολ. γένος δηλητηριωδών θαλάσσιων φιδιών, τυπικό τής οικογένειας υδροφιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrophis (< υδρ[ο] * + όφις) … Dictionary of Greek
υδροφιίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια θαλάσσιων φιδιών με τυπικό εκπρόσωπο το γένος υδρόφις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrofiidae] … Dictionary of Greek
υδροφίδες — (hydrophidae). Φίδια που ζουν στα τροπικά νερά του Ινδικού και του Ειρηνικού ωκεανού. Τα θαλάσσια αυτά φίδια έχουν τα μπροστινά τους δόντια σταθερά, δηλαδή ακίνητα, με δηλητήριο όμοιο με εκείνο της κόμπρας και του φιδιού κοραλλιού. Παρόλα αυτά,… … Dictionary of Greek